Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀδιάστομος
ἀδιαστρέπτως
ἀδιάστροφος
ἀδιάσφαλτος
ἀδιάσχιστος
ἀδιάσωστος
ἀδιάτακτος
ἀδιάτμητος
ἀδιάτρεπτος
ἀδιατρεψία
ἀδιατύπωτος
ἀδίαυλος
ἀδιάφθαρτος
ἀδιαφθορία
ἀδιάφθορος
ἀδιαφορέω
ἀδιαφορητικός
ἀδιαφόρητος
ἀδιαφορία
ἀδιάφορος
ἀδιάφρακτος
View word page
ἀδιατύπωτος
unshapen

ShortDef

unshapen

Debugging

Headword:
ἀδιατύπωτος
Headword (normalized):
ἀδιατύπωτος
Headword (normalized/stripped):
αδιατυπωτος
IDX:
1152
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1153
Key:

Data

{'content': 'unshapen'}