Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπόμελι
ἀπομελίζω
ἀπομέμφομαι
ἀπομένω
ἀπομερίζω
ἀπομεριμνάω
ἀπομερισμός
ἀπομερμηρίζω
ἀπομεστόομαι
ἀπομετρέω
ἀπομέτρημα
ἀπομέτρησις
ἀπόμετρον
ἀπομήκης
ἀπομηκύνω
ἀπομηνίω
ἀπομηρυκάομαι
ἀπομηρύομαι
ἀπομιμέομαι
ἀπομίμημα
ἀπομίμησις
View word page
ἀπομέτρημα
servant's allowance

ShortDef

servant's allowance

Debugging

Headword:
ἀπομέτρημα
Headword (normalized):
ἀπομέτρημα
Headword (normalized/stripped):
απομετρημα
IDX:
11528
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11529
Key:

Data

{'content': "servant's allowance"}