Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπομελαίνομαι
ἀπόμελι
ἀπομελίζω
ἀπομέμφομαι
ἀπομένω
ἀπομερίζω
ἀπομεριμνάω
ἀπομερισμός
ἀπομερμηρίζω
ἀπομεστόομαι
ἀπομετρέω
ἀπομέτρημα
ἀπομέτρησις
ἀπόμετρον
ἀπομήκης
ἀπομηκύνω
ἀπομηνίω
ἀπομηρυκάομαι
ἀπομηρύομαι
ἀπομιμέομαι
ἀπομίμημα
View word page
ἀπομετρέω
to measure out

ShortDef

to measure out

Debugging

Headword:
ἀπομετρέω
Headword (normalized):
ἀπομετρέω
Headword (normalized/stripped):
απομετρεω
IDX:
11527
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11528
Key:

Data

{'content': 'to measure out'}