Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπομείρομαι
ἀπομελαίνομαι
ἀπόμελι
ἀπομελίζω
ἀπομέμφομαι
ἀπομένω
ἀπομερίζω
ἀπομεριμνάω
ἀπομερισμός
ἀπομερμηρίζω
ἀπομεστόομαι
ἀπομετρέω
ἀπομέτρημα
ἀπομέτρησις
ἀπόμετρον
ἀπομήκης
ἀπομηκύνω
ἀπομηνίω
ἀπομηρυκάομαι
ἀπομηρύομαι
ἀπομιμέομαι
View word page
ἀπομεστόομαι
to be filled to the brim

ShortDef

to be filled to the brim

Debugging

Headword:
ἀπομεστόομαι
Headword (normalized):
ἀπομεστόομαι
Headword (normalized/stripped):
απομεστοομαι
IDX:
11526
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11527
Key:

Data

{'content': 'to be filled to the brim'}