Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπομειλίσσομαι
ἀπομειουρίζω
ἀπομειουρισμός
ἀπομειόω
ἀπομείρομαι
ἀπομελαίνομαι
ἀπόμελι
ἀπομελίζω
ἀπομέμφομαι
ἀπομένω
ἀπομερίζω
ἀπομεριμνάω
ἀπομερισμός
ἀπομερμηρίζω
ἀπομεστόομαι
ἀπομετρέω
ἀπομέτρημα
ἀπομέτρησις
ἀπόμετρον
ἀπομήκης
ἀπομηκύνω
View word page
ἀπομερίζω
to part
ShortDef
to part
Debugging
Headword:
ἀπομερίζω
Headword (normalized):
ἀπομερίζω
Headword (normalized/stripped):
απομεριζω
IDX:
11522
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11523
Key:
Data
{'content': 'to part'}