Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπομάχομαι
ἀπόμαχος
ἀπομεθίημι
ἀπομειλίσσομαι
ἀπομειουρίζω
ἀπομειουρισμός
ἀπομειόω
ἀπομείρομαι
ἀπομελαίνομαι
ἀπόμελι
ἀπομελίζω
ἀπομέμφομαι
ἀπομένω
ἀπομερίζω
ἀπομεριμνάω
ἀπομερισμός
ἀπομερμηρίζω
ἀπομεστόομαι
ἀπομετρέω
ἀπομέτρημα
ἀπομέτρησις
View word page
ἀπομελίζω
enervate
ShortDef
enervate
Debugging
Headword:
ἀπομελίζω
Headword (normalized):
ἀπομελίζω
Headword (normalized/stripped):
απομελιζω
IDX:
11519
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11520
Key:
Data
{'content': 'enervate'}