Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποματαΐζω
ἀπομαύρωσις
ἀπομάχομαι
ἀπόμαχος
ἀπομεθίημι
ἀπομειλίσσομαι
ἀπομειουρίζω
ἀπομειουρισμός
ἀπομειόω
ἀπομείρομαι
ἀπομελαίνομαι
ἀπόμελι
ἀπομελίζω
ἀπομέμφομαι
ἀπομένω
ἀπομερίζω
ἀπομεριμνάω
ἀπομερισμός
ἀπομερμηρίζω
ἀπομεστόομαι
ἀπομετρέω
View word page
ἀπομελαίνομαι
turn black

ShortDef

turn black

Debugging

Headword:
ἀπομελαίνομαι
Headword (normalized):
ἀπομελαίνομαι
Headword (normalized/stripped):
απομελαινομαι
IDX:
11517
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11518
Key:

Data

{'content': 'turn black'}