Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπομαστίδιον
ἀποματαΐζω
ἀπομαύρωσις
ἀπομάχομαι
ἀπόμαχος
ἀπομεθίημι
ἀπομειλίσσομαι
ἀπομειουρίζω
ἀπομειουρισμός
ἀπομειόω
ἀπομείρομαι
ἀπομελαίνομαι
ἀπόμελι
ἀπομελίζω
ἀπομέμφομαι
ἀπομένω
ἀπομερίζω
ἀπομεριμνάω
ἀπομερισμός
ἀπομερμηρίζω
ἀπομεστόομαι
View word page
ἀπομείρομαι
to distribute
ShortDef
to distribute
Debugging
Headword:
ἀπομείρομαι
Headword (normalized):
ἀπομείρομαι
Headword (normalized/stripped):
απομειρομαι
IDX:
11516
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11517
Key:
Data
{'content': 'to distribute'}