Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπομαστιγόω
ἀπομαστίδιον
ἀποματαΐζω
ἀπομαύρωσις
ἀπομάχομαι
ἀπόμαχος
ἀπομεθίημι
ἀπομειλίσσομαι
ἀπομειουρίζω
ἀπομειουρισμός
ἀπομειόω
ἀπομείρομαι
ἀπομελαίνομαι
ἀπόμελι
ἀπομελίζω
ἀπομέμφομαι
ἀπομένω
ἀπομερίζω
ἀπομεριμνάω
ἀπομερισμός
ἀπομερμηρίζω
View word page
ἀπομειόω
diminish

ShortDef

diminish

Debugging

Headword:
ἀπομειόω
Headword (normalized):
ἀπομειόω
Headword (normalized/stripped):
απομειοω
IDX:
11515
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11516
Key:

Data

{'content': 'diminish'}