Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπομάσσω
ἀπομαστιγόω
ἀπομαστίδιον
ἀποματαΐζω
ἀπομαύρωσις
ἀπομάχομαι
ἀπόμαχος
ἀπομεθίημι
ἀπομειλίσσομαι
ἀπομειουρίζω
ἀπομειουρισμός
ἀπομειόω
ἀπομείρομαι
ἀπομελαίνομαι
ἀπόμελι
ἀπομελίζω
ἀπομέμφομαι
ἀπομένω
ἀπομερίζω
ἀπομεριμνάω
ἀπομερισμός
View word page
ἀπομειουρισμός
curtailment
ShortDef
curtailment
Debugging
Headword:
ἀπομειουρισμός
Headword (normalized):
ἀπομειουρισμός
Headword (normalized/stripped):
απομειουρισμος
IDX:
11514
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11515
Key:
Data
{'content': 'curtailment'}