Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπομαρτύρομαι
ἀπομάσσω
ἀπομαστιγόω
ἀπομαστίδιον
ἀποματαΐζω
ἀπομαύρωσις
ἀπομάχομαι
ἀπόμαχος
ἀπομεθίημι
ἀπομειλίσσομαι
ἀπομειουρίζω
ἀπομειουρισμός
ἀπομειόω
ἀπομείρομαι
ἀπομελαίνομαι
ἀπόμελι
ἀπομελίζω
ἀπομέμφομαι
ἀπομένω
ἀπομερίζω
ἀπομεριμνάω
View word page
ἀπομειουρίζω
make to taper off to a point
ShortDef
make to taper off to a point
Debugging
Headword:
ἀπομειουρίζω
Headword (normalized):
ἀπομειουρίζω
Headword (normalized/stripped):
απομειουριζω
IDX:
11513
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11514
Key:
Data
{'content': 'make to taper off to a point'}