Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπομαραίνω
ἀπομάρανσις
ἀπομαρτυρέω
ἀπομαρτύρομαι
ἀπομάσσω
ἀπομαστιγόω
ἀπομαστίδιον
ἀποματαΐζω
ἀπομαύρωσις
ἀπομάχομαι
ἀπόμαχος
ἀπομεθίημι
ἀπομειλίσσομαι
ἀπομειουρίζω
ἀπομειουρισμός
ἀπομειόω
ἀπομείρομαι
ἀπομελαίνομαι
ἀπόμελι
ἀπομελίζω
ἀπομέμφομαι
View word page
ἀπόμαχος
past fighting, past service

ShortDef

past fighting, past service

Debugging

Headword:
ἀπόμαχος
Headword (normalized):
ἀπόμαχος
Headword (normalized/stripped):
απομαχος
IDX:
11510
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11511
Key:

Data

{'content': 'past fighting, past service'}