Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπόμαξις
ἀπομαραίνω
ἀπομάρανσις
ἀπομαρτυρέω
ἀπομαρτύρομαι
ἀπομάσσω
ἀπομαστιγόω
ἀπομαστίδιον
ἀποματαΐζω
ἀπομαύρωσις
ἀπομάχομαι
ἀπόμαχος
ἀπομεθίημι
ἀπομειλίσσομαι
ἀπομειουρίζω
ἀπομειουρισμός
ἀπομειόω
ἀπομείρομαι
ἀπομελαίνομαι
ἀπόμελι
ἀπομελίζω
View word page
ἀπομάχομαι
to fight from
ShortDef
to fight from
Debugging
Headword:
ἀπομάχομαι
Headword (normalized):
ἀπομάχομαι
Headword (normalized/stripped):
απομαχομαι
IDX:
11509
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11510
Key:
Data
{'content': 'to fight from'}