Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπομαντευτικός
ἀπόμαξις
ἀπομαραίνω
ἀπομάρανσις
ἀπομαρτυρέω
ἀπομαρτύρομαι
ἀπομάσσω
ἀπομαστιγόω
ἀπομαστίδιον
ἀποματαΐζω
ἀπομαύρωσις
ἀπομάχομαι
ἀπόμαχος
ἀπομεθίημι
ἀπομειλίσσομαι
ἀπομειουρίζω
ἀπομειουρισμός
ἀπομειόω
ἀπομείρομαι
ἀπομελαίνομαι
ἀπόμελι
View word page
ἀπομαύρωσις
dullness

ShortDef

dullness

Debugging

Headword:
ἀπομαύρωσις
Headword (normalized):
ἀπομαύρωσις
Headword (normalized/stripped):
απομαυρωσις
IDX:
11508
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11509
Key:

Data

{'content': 'dullness'}