Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπομάντευμα
ἀπομαντεύομαι
ἀπομαντευτικός
ἀπόμαξις
ἀπομαραίνω
ἀπομάρανσις
ἀπομαρτυρέω
ἀπομαρτύρομαι
ἀπομάσσω
ἀπομαστιγόω
ἀπομαστίδιον
ἀποματαΐζω
ἀπομαύρωσις
ἀπομάχομαι
ἀπόμαχος
ἀπομεθίημι
ἀπομειλίσσομαι
ἀπομειουρίζω
ἀπομειουρισμός
ἀπομειόω
ἀπομείρομαι
View word page
ἀπομαστίδιον
suckling
ShortDef
suckling
Debugging
Headword:
ἀπομαστίδιον
Headword (normalized):
ἀπομαστίδιον
Headword (normalized/stripped):
απομαστιδιον
IDX:
11506
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11507
Key:
Data
{'content': 'suckling'}