Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπομαντεία
ἀπομάντευμα
ἀπομαντεύομαι
ἀπομαντευτικός
ἀπόμαξις
ἀπομαραίνω
ἀπομάρανσις
ἀπομαρτυρέω
ἀπομαρτύρομαι
ἀπομάσσω
ἀπομαστιγόω
ἀπομαστίδιον
ἀποματαΐζω
ἀπομαύρωσις
ἀπομάχομαι
ἀπόμαχος
ἀπομεθίημι
ἀπομειλίσσομαι
ἀπομειουρίζω
ἀπομειουρισμός
ἀπομειόω
View word page
ἀπομαστιγόω
to scourge severely

ShortDef

to scourge severely

Debugging

Headword:
ἀπομαστιγόω
Headword (normalized):
ἀπομαστιγόω
Headword (normalized/stripped):
απομαστιγοω
IDX:
11505
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11506
Key:

Data

{'content': 'to scourge severely'}