Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπομανθάνω
ἀπομαντεία
ἀπομάντευμα
ἀπομαντεύομαι
ἀπομαντευτικός
ἀπόμαξις
ἀπομαραίνω
ἀπομάρανσις
ἀπομαρτυρέω
ἀπομαρτύρομαι
ἀπομάσσω
ἀπομαστιγόω
ἀπομαστίδιον
ἀποματαΐζω
ἀπομαύρωσις
ἀπομάχομαι
ἀπόμαχος
ἀπομεθίημι
ἀπομειλίσσομαι
ἀπομειουρίζω
ἀπομειουρισμός
View word page
ἀπομάσσω
to wipe clean
ShortDef
to wipe clean
Debugging
Headword:
ἀπομάσσω
Headword (normalized):
ἀπομάσσω
Headword (normalized/stripped):
απομασσω
IDX:
11504
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11505
Key:
Data
{'content': 'to wipe clean'}