Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπομακτέον
ἀπομάκτης
ἀπόμακτρον
ἀπομαλακίζομαι
ἀπομανθάνω
ἀπομαντεία
ἀπομάντευμα
ἀπομαντεύομαι
ἀπομαντευτικός
ἀπόμαξις
ἀπομαραίνω
ἀπομάρανσις
ἀπομαρτυρέω
ἀπομαρτύρομαι
ἀπομάσσω
ἀπομαστιγόω
ἀπομαστίδιον
ἀποματαΐζω
ἀπομαύρωσις
ἀπομάχομαι
ἀπόμαχος
View word page
ἀπομαραίνω
cause to waste away; mid. waste away
ShortDef
cause to waste away; mid. waste away
Debugging
Headword:
ἀπομαραίνω
Headword (normalized):
ἀπομαραίνω
Headword (normalized/stripped):
απομαραινω
IDX:
11500
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11501
Key:
Data
{'content': 'cause to waste away; mid. waste away'}