Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀβόλλα
ἄβολος
ἀβόρβορος
Ἀβοριγῖνες
ἄβορος
ἀβοσκής
ἀβόσκητος
ἄβοτος
ἀβουκόλητος
ἀβουλεί
ἀβούλευτος
ἀβουλέω
ἀβούλητος
ἀβουλία
ἄβουλος
ἀβούτης
ἅβρα
Ἀβραάμ
ἀβραμύας
ἄβραχος
ἀβριθής
View word page
ἀβούλευτος
ill-advised, inconsiderate
ShortDef
ill-advised, inconsiderate
Debugging
Headword:
ἀβούλευτος
Headword (normalized):
ἀβούλευτος
Headword (normalized/stripped):
αβουλευτος
IDX:
114
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-115
Key:
Data
{'content': 'ill-advised, inconsiderate'}