Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπομαδάω
ἀπομαδίζω
ἀπομάζιος
ἀπομάθημα
ἀπομαίνομαι
ἀπομακαρίζω
ἀπομακτέον
ἀπομάκτης
ἀπόμακτρον
ἀπομαλακίζομαι
ἀπομανθάνω
ἀπομαντεία
ἀπομάντευμα
ἀπομαντεύομαι
ἀπομαντευτικός
ἀπόμαξις
ἀπομαραίνω
ἀπομάρανσις
ἀπομαρτυρέω
ἀπομαρτύρομαι
ἀπομάσσω
View word page
ἀπομανθάνω
to unlearn
ShortDef
to unlearn
Debugging
Headword:
ἀπομανθάνω
Headword (normalized):
ἀπομανθάνω
Headword (normalized/stripped):
απομανθανω
IDX:
11494
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11495
Key:
Data
{'content': 'to unlearn'}