Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπόμαγμα
ἀπομαδάω
ἀπομαδίζω
ἀπομάζιος
ἀπομάθημα
ἀπομαίνομαι
ἀπομακαρίζω
ἀπομακτέον
ἀπομάκτης
ἀπόμακτρον
ἀπομαλακίζομαι
ἀπομανθάνω
ἀπομαντεία
ἀπομάντευμα
ἀπομαντεύομαι
ἀπομαντευτικός
ἀπόμαξις
ἀπομαραίνω
ἀπομάρανσις
ἀπομαρτυρέω
ἀπομαρτύρομαι
View word page
ἀπομαλακίζομαι
to show weakness

ShortDef

to show weakness

Debugging

Headword:
ἀπομαλακίζομαι
Headword (normalized):
ἀπομαλακίζομαι
Headword (normalized/stripped):
απομαλακιζομαι
IDX:
11493
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11494
Key:

Data

{'content': 'to show weakness'}