Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπομαγδαλία
ἀπόμαγμα
ἀπομαδάω
ἀπομαδίζω
ἀπομάζιος
ἀπομάθημα
ἀπομαίνομαι
ἀπομακαρίζω
ἀπομακτέον
ἀπομάκτης
ἀπόμακτρον
ἀπομαλακίζομαι
ἀπομανθάνω
ἀπομαντεία
ἀπομάντευμα
ἀπομαντεύομαι
ἀπομαντευτικός
ἀπόμαξις
ἀπομαραίνω
ἀπομάρανσις
ἀπομαρτυρέω
View word page
ἀπόμακτρον
a strickle

ShortDef

a strickle

Debugging

Headword:
ἀπόμακτρον
Headword (normalized):
ἀπόμακτρον
Headword (normalized/stripped):
απομακτρον
IDX:
11492
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11493
Key:

Data

{'content': 'a strickle'}