Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπολωφάω
ἀπομαγδαλία
ἀπόμαγμα
ἀπομαδάω
ἀπομαδίζω
ἀπομάζιος
ἀπομάθημα
ἀπομαίνομαι
ἀπομακαρίζω
ἀπομακτέον
ἀπομάκτης
ἀπόμακτρον
ἀπομαλακίζομαι
ἀπομανθάνω
ἀπομαντεία
ἀπομάντευμα
ἀπομαντεύομαι
ἀπομαντευτικός
ἀπόμαξις
ἀπομαραίνω
ἀπομάρανσις
View word page
ἀπομάκτης
one who wipes, rubs

ShortDef

one who wipes, rubs

Debugging

Headword:
ἀπομάκτης
Headword (normalized):
ἀπομάκτης
Headword (normalized/stripped):
απομακτης
IDX:
11491
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11492
Key:

Data

{'content': 'one who wipes, rubs'}