Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπολωτίζω
ἀπολωφάω
ἀπομαγδαλία
ἀπόμαγμα
ἀπομαδάω
ἀπομαδίζω
ἀπομάζιος
ἀπομάθημα
ἀπομαίνομαι
ἀπομακαρίζω
ἀπομακτέον
ἀπομάκτης
ἀπόμακτρον
ἀπομαλακίζομαι
ἀπομανθάνω
ἀπομαντεία
ἀπομάντευμα
ἀπομαντεύομαι
ἀπομαντευτικός
ἀπόμαξις
ἀπομαραίνω
View word page
ἀπομακτέον
one must wipe

ShortDef

one must wipe

Debugging

Headword:
ἀπομακτέον
Headword (normalized):
ἀπομακτέον
Headword (normalized/stripped):
απομακτεον
IDX:
11490
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11491
Key:

Data

{'content': 'one must wipe'}