Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπολωβάω
ἀπολωτίζω
ἀπολωφάω
ἀπομαγδαλία
ἀπόμαγμα
ἀπομαδάω
ἀπομαδίζω
ἀπομάζιος
ἀπομάθημα
ἀπομαίνομαι
ἀπομακαρίζω
ἀπομακτέον
ἀπομάκτης
ἀπόμακτρον
ἀπομαλακίζομαι
ἀπομανθάνω
ἀπομαντεία
ἀπομάντευμα
ἀπομαντεύομαι
ἀπομαντευτικός
ἀπόμαξις
View word page
ἀπομακαρίζω
ebeo

ShortDef

ebeo

Debugging

Headword:
ἀπομακαρίζω
Headword (normalized):
ἀπομακαρίζω
Headword (normalized/stripped):
απομακαριζω
IDX:
11489
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11490
Key:

Data

{'content': 'ebeo'}