Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπολυώρητος
ἀπολωβάω
ἀπολωτίζω
ἀπολωφάω
ἀπομαγδαλία
ἀπόμαγμα
ἀπομαδάω
ἀπομαδίζω
ἀπομάζιος
ἀπομάθημα
ἀπομαίνομαι
ἀπομακαρίζω
ἀπομακτέον
ἀπομάκτης
ἀπόμακτρον
ἀπομαλακίζομαι
ἀπομανθάνω
ἀπομαντεία
ἀπομάντευμα
ἀπομαντεύομαι
ἀπομαντευτικός
View word page
ἀπομαίνομαι
to rave, rage to the uttermost

ShortDef

to rave, rage to the uttermost

Debugging

Headword:
ἀπομαίνομαι
Headword (normalized):
ἀπομαίνομαι
Headword (normalized/stripped):
απομαινομαι
IDX:
11488
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11489
Key:

Data

{'content': 'to rave, rage to the uttermost'}