Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπολύω
ἀπολυώρητος
ἀπολωβάω
ἀπολωτίζω
ἀπολωφάω
ἀπομαγδαλία
ἀπόμαγμα
ἀπομαδάω
ἀπομαδίζω
ἀπομάζιος
ἀπομάθημα
ἀπομαίνομαι
ἀπομακαρίζω
ἀπομακτέον
ἀπομάκτης
ἀπόμακτρον
ἀπομαλακίζομαι
ἀπομανθάνω
ἀπομαντεία
ἀπομάντευμα
ἀπομαντεύομαι
View word page
ἀπομάθημα
unlearning

ShortDef

unlearning

Debugging

Headword:
ἀπομάθημα
Headword (normalized):
ἀπομάθημα
Headword (normalized/stripped):
απομαθημα
IDX:
11487
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11488
Key:

Data

{'content': 'unlearning'}