Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπολυτρωτικός
ἀπολύω
ἀπολυώρητος
ἀπολωβάω
ἀπολωτίζω
ἀπολωφάω
ἀπομαγδαλία
ἀπόμαγμα
ἀπομαδάω
ἀπομαδίζω
ἀπομάζιος
ἀπομάθημα
ἀπομαίνομαι
ἀπομακαρίζω
ἀπομακτέον
ἀπομάκτης
ἀπόμακτρον
ἀπομαλακίζομαι
ἀπομανθάνω
ἀπομαντεία
ἀπομάντευμα
View word page
ἀπομάζιος
taken from the breast

ShortDef

taken from the breast

Debugging

Headword:
ἀπομάζιος
Headword (normalized):
ἀπομάζιος
Headword (normalized/stripped):
απομαζιος
IDX:
11486
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11487
Key:

Data

{'content': 'taken from the breast'}