Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπολύτρωσις
ἀπολυτρωτικός
ἀπολύω
ἀπολυώρητος
ἀπολωβάω
ἀπολωτίζω
ἀπολωφάω
ἀπομαγδαλία
ἀπόμαγμα
ἀπομαδάω
ἀπομαδίζω
ἀπομάζιος
ἀπομάθημα
ἀπομαίνομαι
ἀπομακαρίζω
ἀπομακτέον
ἀπομάκτης
ἀπόμακτρον
ἀπομαλακίζομαι
ἀπομανθάνω
ἀπομαντεία
View word page
ἀπομαδίζω
make quite bald
ShortDef
make quite bald
Debugging
Headword:
ἀπομαδίζω
Headword (normalized):
ἀπομαδίζω
Headword (normalized/stripped):
απομαδιζω
IDX:
11485
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11486
Key:
Data
{'content': 'make quite bald'}