Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπολυτρόω
ἀπολύτρωσις
ἀπολυτρωτικός
ἀπολύω
ἀπολυώρητος
ἀπολωβάω
ἀπολωτίζω
ἀπολωφάω
ἀπομαγδαλία
ἀπόμαγμα
ἀπομαδάω
ἀπομαδίζω
ἀπομάζιος
ἀπομάθημα
ἀπομαίνομαι
ἀπομακαρίζω
ἀπομακτέον
ἀπομάκτης
ἀπόμακτρον
ἀπομαλακίζομαι
ἀπομανθάνω
View word page
ἀπομαδάω
fall off

ShortDef

fall off

Debugging

Headword:
ἀπομαδάω
Headword (normalized):
ἀπομαδάω
Headword (normalized/stripped):
απομαδαω
IDX:
11484
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11485
Key:

Data

{'content': 'fall off'}