Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπολυτέον
ἀπολυτικός
ἀπόλυτος
ἀπολυτρόω
ἀπολύτρωσις
ἀπολυτρωτικός
ἀπολύω
ἀπολυώρητος
ἀπολωβάω
ἀπολωτίζω
ἀπολωφάω
ἀπομαγδαλία
ἀπόμαγμα
ἀπομαδάω
ἀπομαδίζω
ἀπομάζιος
ἀπομάθημα
ἀπομαίνομαι
ἀπομακαρίζω
ἀπομακτέον
ἀπομάκτης
View word page
ἀπολωφάω
appease

ShortDef

appease

Debugging

Headword:
ἀπολωφάω
Headword (normalized):
ἀπολωφάω
Headword (normalized/stripped):
απολωφαω
IDX:
11481
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11482
Key:

Data

{'content': 'appease'}