Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀδιάσταλτος
ἀδιαστασία
ἀδιάστατος
ἀδιάστικτος
ἀδιάστολος
ἀδιάστομος
ἀδιαστρέπτως
ἀδιάστροφος
ἀδιάσφαλτος
ἀδιάσχιστος
ἀδιάσωστος
ἀδιάτακτος
ἀδιάτμητος
ἀδιάτρεπτος
ἀδιατρεψία
ἀδιατύπωτος
ἀδίαυλος
ἀδιάφθαρτος
ἀδιαφθορία
ἀδιάφθορος
ἀδιαφορέω
View word page
ἀδιάσωστος
not preserved
ShortDef
not preserved
Debugging
Headword:
ἀδιάσωστος
Headword (normalized):
ἀδιάσωστος
Headword (normalized/stripped):
αδιασωστος
IDX:
1147
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1148
Key:
Data
{'content': 'not preserved'}