Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπολυσίδιον
ἀπολύσιμος
ἀπόλυσις
ἀπολυτέον
ἀπολυτικός
ἀπόλυτος
ἀπολυτρόω
ἀπολύτρωσις
ἀπολυτρωτικός
ἀπολύω
ἀπολυώρητος
ἀπολωβάω
ἀπολωτίζω
ἀπολωφάω
ἀπομαγδαλία
ἀπόμαγμα
ἀπομαδάω
ἀπομαδίζω
ἀπομάζιος
ἀπομάθημα
ἀπομαίνομαι
View word page
ἀπολυώρητος
not highly esteemed

ShortDef

not highly esteemed

Debugging

Headword:
ἀπολυώρητος
Headword (normalized):
ἀπολυώρητος
Headword (normalized/stripped):
απολυωρητος
IDX:
11478
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11479
Key:

Data

{'content': 'not highly esteemed'}