Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄπολυς
ἀπολυσίδιον
ἀπολύσιμος
ἀπόλυσις
ἀπολυτέον
ἀπολυτικός
ἀπόλυτος
ἀπολυτρόω
ἀπολύτρωσις
ἀπολυτρωτικός
ἀπολύω
ἀπολυώρητος
ἀπολωβάω
ἀπολωτίζω
ἀπολωφάω
ἀπομαγδαλία
ἀπόμαγμα
ἀπομαδάω
ἀπομαδίζω
ἀπομάζιος
ἀπομάθημα
View word page
ἀπολύω
to loose from

ShortDef

to loose from

Debugging

Headword:
ἀπολύω
Headword (normalized):
ἀπολύω
Headword (normalized/stripped):
απολυω
IDX:
11477
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11478
Key:

Data

{'content': 'to loose from'}