Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπολυπράγμων
ἄπολυς
ἀπολυσίδιον
ἀπολύσιμος
ἀπόλυσις
ἀπολυτέον
ἀπολυτικός
ἀπόλυτος
ἀπολυτρόω
ἀπολύτρωσις
ἀπολυτρωτικός
ἀπολύω
ἀπολυώρητος
ἀπολωβάω
ἀπολωτίζω
ἀπολωφάω
ἀπομαγδαλία
ἀπόμαγμα
ἀπομαδάω
ἀπομαδίζω
ἀπομάζιος
View word page
ἀπολυτρωτικός
for ransom

ShortDef

for ransom

Debugging

Headword:
ἀπολυτρωτικός
Headword (normalized):
ἀπολυτρωτικός
Headword (normalized/stripped):
απολυτρωτικος
IDX:
11476
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11477
Key:

Data

{'content': 'for ransom'}