Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπολυμαίνομαι
ἀπολυμαντήρ
ἀπολυπραγμόνητος
ἀπολυπράγμων
ἄπολυς
ἀπολυσίδιον
ἀπολύσιμος
ἀπόλυσις
ἀπολυτέον
ἀπολυτικός
ἀπόλυτος
ἀπολυτρόω
ἀπολύτρωσις
ἀπολυτρωτικός
ἀπολύω
ἀπολυώρητος
ἀπολωβάω
ἀπολωτίζω
ἀπολωφάω
ἀπομαγδαλία
ἀπόμαγμα
View word page
ἀπόλυτος
loosed, free
ShortDef
loosed, free
Debugging
Headword:
ἀπόλυτος
Headword (normalized):
ἀπόλυτος
Headword (normalized/stripped):
απολυτος
IDX:
11473
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11474
Key:
Data
{'content': 'loosed, free'}