Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπολούομαι
ἀπόλουσις
ἀπολούτριος
ἀπολούω
ἀπολοφύρομαι
ἀπολόφυρσις
ἀπολοχμόομαι
ἀπόλυμα
ἀπολυμαίνομαι
ἀπολυμαντήρ
ἀπολυπραγμόνητος
ἀπολυπράγμων
ἄπολυς
ἀπολυσίδιον
ἀπολύσιμος
ἀπόλυσις
ἀπολυτέον
ἀπολυτικός
ἀπόλυτος
ἀπολυτρόω
ἀπολύτρωσις
View word page
ἀπολυπραγμόνητος
not meddled with

ShortDef

not meddled with

Debugging

Headword:
ἀπολυπραγμόνητος
Headword (normalized):
ἀπολυπραγμόνητος
Headword (normalized/stripped):
απολυπραγμονητος
IDX:
11465
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11466
Key:

Data

{'content': 'not meddled with'}