Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπολοπίζω
ἄπολος
ἀπολούομαι
ἀπόλουσις
ἀπολούτριος
ἀπολούω
ἀπολοφύρομαι
ἀπολόφυρσις
ἀπολοχμόομαι
ἀπόλυμα
ἀπολυμαίνομαι
ἀπολυμαντήρ
ἀπολυπραγμόνητος
ἀπολυπράγμων
ἄπολυς
ἀπολυσίδιον
ἀπολύσιμος
ἀπόλυσις
ἀπολυτέον
ἀπολυτικός
ἀπόλυτος
View word page
ἀπολυμαίνομαι
to wash dirt off oneself, cleanse oneself by bathing
ShortDef
to wash dirt off oneself, cleanse oneself by bathing
Debugging
Headword:
ἀπολυμαίνομαι
Headword (normalized):
ἀπολυμαίνομαι
Headword (normalized/stripped):
απολυμαινομαι
IDX:
11463
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11464
Key:
Data
{'content': 'to wash dirt off oneself, cleanse oneself by bathing'}