Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπολοιπασία
ἀπόλοιπος
ἀπολοπίζω
ἄπολος
ἀπολούομαι
ἀπόλουσις
ἀπολούτριος
ἀπολούω
ἀπολοφύρομαι
ἀπολόφυρσις
ἀπολοχμόομαι
ἀπόλυμα
ἀπολυμαίνομαι
ἀπολυμαντήρ
ἀπολυπραγμόνητος
ἀπολυπράγμων
ἄπολυς
ἀπολυσίδιον
ἀπολύσιμος
ἀπόλυσις
ἀπολυτέον
View word page
ἀπολοχμόομαι
make too much wood

ShortDef

make too much wood

Debugging

Headword:
ἀπολοχμόομαι
Headword (normalized):
ἀπολοχμόομαι
Headword (normalized/stripped):
απολοχμοομαι
IDX:
11461
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11462
Key:

Data

{'content': 'make too much wood'}