Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπόλογος
ἀπολοιδορέω
ἀπολοιπασία
ἀπόλοιπος
ἀπολοπίζω
ἄπολος
ἀπολούομαι
ἀπόλουσις
ἀπολούτριος
ἀπολούω
ἀπολοφύρομαι
ἀπολόφυρσις
ἀπολοχμόομαι
ἀπόλυμα
ἀπολυμαίνομαι
ἀπολυμαντήρ
ἀπολυπραγμόνητος
ἀπολυπράγμων
ἄπολυς
ἀπολυσίδιον
ἀπολύσιμος
View word page
ἀπολοφύρομαι
to bewail loudly

ShortDef

to bewail loudly

Debugging

Headword:
ἀπολοφύρομαι
Headword (normalized):
ἀπολοφύρομαι
Headword (normalized/stripped):
απολοφυρομαι
IDX:
11459
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11460
Key:

Data

{'content': 'to bewail loudly'}