Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπολογία
ἀπολογίζομαι
ἀπολογισμός
ἀπολογιστής
ἀπόλογος
ἀπολοιδορέω
ἀπολοιπασία
ἀπόλοιπος
ἀπολοπίζω
ἄπολος
ἀπολούομαι
ἀπόλουσις
ἀπολούτριος
ἀπολούω
ἀπολοφύρομαι
ἀπολόφυρσις
ἀπολοχμόομαι
ἀπόλυμα
ἀπολυμαίνομαι
ἀπολυμαντήρ
ἀπολυπραγμόνητος
View word page
ἀπολούομαι
wash from

ShortDef

wash from

Debugging

Headword:
ἀπολούομαι
Headword (normalized):
ἀπολούομαι
Headword (normalized/stripped):
απολουομαι
IDX:
11455
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11456
Key:

Data

{'content': 'wash from'}