Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπολογητέος
ἀπολογητικός
ἀπολογία
ἀπολογίζομαι
ἀπολογισμός
ἀπολογιστής
ἀπόλογος
ἀπολοιδορέω
ἀπολοιπασία
ἀπόλοιπος
ἀπολοπίζω
ἄπολος
ἀπολούομαι
ἀπόλουσις
ἀπολούτριος
ἀπολούω
ἀπολοφύρομαι
ἀπολόφυρσις
ἀπολοχμόομαι
ἀπόλυμα
ἀπολυμαίνομαι
View word page
ἀπολοπίζω
skin, peel
ShortDef
skin, peel
Debugging
Headword:
ἀπολοπίζω
Headword (normalized):
ἀπολοπίζω
Headword (normalized/stripped):
απολοπιζω
IDX:
11453
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11454
Key:
Data
{'content': 'skin, peel'}