Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ἀπολλωνίσκος
Ἀπολλωνόβλητος
Ἀπολλωνοτραφής
ἀπολογέομαι
ἀπολογή
ἀπολόγημα
ἀπολογητέον
ἀπολογητέος
ἀπολογητικός
ἀπολογία
ἀπολογίζομαι
ἀπολογισμός
ἀπολογιστής
ἀπόλογος
ἀπολοιδορέω
ἀπολοιπασία
ἀπόλοιπος
ἀπολοπίζω
ἄπολος
ἀπολούομαι
ἀπόλουσις
View word page
ἀπολογίζομαι
to reckon up, give in an account
ShortDef
to reckon up, give in an account
Debugging
Headword:
ἀπολογίζομαι
Headword (normalized):
ἀπολογίζομαι
Headword (normalized/stripped):
απολογιζομαι
IDX:
11446
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11447
Key:
Data
{'content': 'to reckon up, give in an account'}