Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπόλλυμι
Ἀπόλλων
Ἀπολλώνεια
Ἀπολλωνία
Ἀπολλωνιασταί
Ἀπολλωνίδας
Ἀπολλώνιος
Ἀπολλωνίσκος
Ἀπολλωνόβλητος
Ἀπολλωνοτραφής
ἀπολογέομαι
ἀπολογή
ἀπολόγημα
ἀπολογητέον
ἀπολογητέος
ἀπολογητικός
ἀπολογία
ἀπολογίζομαι
ἀπολογισμός
ἀπολογιστής
ἀπόλογος
View word page
ἀπολογέομαι
to speak in defence, defend oneself
ShortDef
to speak in defence, defend oneself
Debugging
Headword:
ἀπολογέομαι
Headword (normalized):
ἀπολογέομαι
Headword (normalized/stripped):
απολογεομαι
IDX:
11439
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11440
Key:
Data
{'content': 'to speak in defence, defend oneself'}