Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀδιασκέπτως
ἀδιάσκευος
ἀδιάσκοπος
ἀδιάσπαστος
ἀδιάσταλτος
ἀδιαστασία
ἀδιάστατος
ἀδιάστικτος
ἀδιάστολος
ἀδιάστομος
ἀδιαστρέπτως
ἀδιάστροφος
ἀδιάσφαλτος
ἀδιάσχιστος
ἀδιάσωστος
ἀδιάτακτος
ἀδιάτμητος
ἀδιάτρεπτος
ἀδιατρεψία
ἀδιατύπωτος
ἀδίαυλος
View word page
ἀδιαστρέπτως
without turning, continuously
ShortDef
without turning, continuously
Debugging
Headword:
ἀδιαστρέπτως
Headword (normalized):
ἀδιαστρέπτως
Headword (normalized/stripped):
αδιαστρεπτως
IDX:
1143
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1144
Key:
Data
{'content': 'without turning, continuously'}