Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπολισθάνω
ἀπολίσθησις
ἀπολιταργίζω
ἀπολίτευτος
ἀπολιτικός
ἀπολιχμάομαι
ἀπολιχμάω
ἀπολλαπλάσιος
Ἀπολλόδωρος
Ἀπολλοφάνης
ἀπόλλυμι
Ἀπόλλων
Ἀπολλώνεια
Ἀπολλωνία
Ἀπολλωνιασταί
Ἀπολλωνίδας
Ἀπολλώνιος
Ἀπολλωνίσκος
Ἀπολλωνόβλητος
Ἀπολλωνοτραφής
ἀπολογέομαι
View word page
ἀπόλλυμι
to destroy, kill; to lose

ShortDef

to destroy, kill; to lose

Debugging

Headword:
ἀπόλλυμι
Headword (normalized):
ἀπόλλυμι
Headword (normalized/stripped):
απολλυμι
IDX:
11429
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11430
Key:

Data

{'content': 'to destroy, kill; to lose'}