Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπολινόω
ἀπολίνωσις
ἀπολιόρκητος
ἀπολιπαίνω
ἄπολις
ἀπολισθάνω
ἀπολίσθησις
ἀπολιταργίζω
ἀπολίτευτος
ἀπολιτικός
ἀπολιχμάομαι
ἀπολιχμάω
ἀπολλαπλάσιος
Ἀπολλόδωρος
Ἀπολλοφάνης
ἀπόλλυμι
Ἀπόλλων
Ἀπολλώνεια
Ἀπολλωνία
Ἀπολλωνιασταί
Ἀπολλωνίδας
View word page
ἀπολιχμάομαι
to lick off
ShortDef
to lick off
Debugging
Headword:
ἀπολιχμάομαι
Headword (normalized):
ἀπολιχμάομαι
Headword (normalized/stripped):
απολιχμαομαι
IDX:
11424
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11425
Key:
Data
{'content': 'to lick off'}