Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπολιμνόομαι
ἀπολιμπάνω
ἀπολινόω
ἀπολίνωσις
ἀπολιόρκητος
ἀπολιπαίνω
ἄπολις
ἀπολισθάνω
ἀπολίσθησις
ἀπολιταργίζω
ἀπολίτευτος
ἀπολιτικός
ἀπολιχμάομαι
ἀπολιχμάω
ἀπολλαπλάσιος
Ἀπολλόδωρος
Ἀπολλοφάνης
ἀπόλλυμι
Ἀπόλλων
Ἀπολλώνεια
Ἀπολλωνία
View word page
ἀπολίτευτος
taking no part in public matters, living as a private person

ShortDef

taking no part in public matters, living as a private person

Debugging

Headword:
ἀπολίτευτος
Headword (normalized):
ἀπολίτευτος
Headword (normalized/stripped):
απολιτευτος
IDX:
11422
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11423
Key:

Data

{'content': 'taking no part in public matters, living as a private person'}