Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπολίθωσις
ἀπολιμνόομαι
ἀπολιμπάνω
ἀπολινόω
ἀπολίνωσις
ἀπολιόρκητος
ἀπολιπαίνω
ἄπολις
ἀπολισθάνω
ἀπολίσθησις
ἀπολιταργίζω
ἀπολίτευτος
ἀπολιτικός
ἀπολιχμάομαι
ἀπολιχμάω
ἀπολλαπλάσιος
Ἀπολλόδωρος
Ἀπολλοφάνης
ἀπόλλυμι
Ἀπόλλων
Ἀπολλώνεια
View word page
ἀπολιταργίζω
to pack oneself off

ShortDef

to pack oneself off

Debugging

Headword:
ἀπολιταργίζω
Headword (normalized):
ἀπολιταργίζω
Headword (normalized/stripped):
απολιταργιζω
IDX:
11421
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11422
Key:

Data

{'content': 'to pack oneself off'}