Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπολιγωρέω
ἀπολιθόω
ἀπολίθωσις
ἀπολιμνόομαι
ἀπολιμπάνω
ἀπολινόω
ἀπολίνωσις
ἀπολιόρκητος
ἀπολιπαίνω
ἄπολις
ἀπολισθάνω
ἀπολίσθησις
ἀπολιταργίζω
ἀπολίτευτος
ἀπολιτικός
ἀπολιχμάομαι
ἀπολιχμάω
ἀπολλαπλάσιος
Ἀπολλόδωρος
Ἀπολλοφάνης
ἀπόλλυμι
View word page
ἀπολισθάνω
to slip off
ShortDef
to slip off
Debugging
Headword:
ἀπολισθάνω
Headword (normalized):
ἀπολισθάνω
Headword (normalized/stripped):
απολισθανω
IDX:
11419
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11420
Key:
Data
{'content': 'to slip off'}